Uncategorized

Ο παπουτσής και τα ξωτικά ένα παραμύθι των αδελφών Grimm σε διασκευή του Χρήστου Μπλατσιώτη

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας παπουτσής. Ήταν πολύ καλός τεχνίτης κι έφτιαχνε όλων των ειδών τα παπούτσια, με μεγάλη μαεστρία. Το εργαστήρι ήταν ακριβώς κάτω από το σπίτι του και μπροστά είχε μια μικρή αλλά καθαρή βιτρίνα όπου κάθε φορά έβαζε τα παπούτσια που κατασκεύαζε. Εργάζονταν με κόπο όλη την ημέρα, έχοντας στο πλευρό του, μια εξίσου άξια γυναίκα, που φρόντιζε το σπίτι τους και βοηθούσε όσο μπορούσε στη δουλειά τους. Ζούσαν όμως σε μια δύσκολη εποχή, τα έξοδα ήταν πολλά και ποτέ δεν μπορούσαν να κάνουν οικονομίες, αφού όσα κέρδιζαν, τα ξόδευαν για να καλύψουν τις ανάγκες της ζωής τους. Και δεν τους περίσσευε τίποτα.

Έφθασε λοιπόν ένα βράδυ, που το δέρμα για την κατασκευή των παπουτσιών, είχε σωθεί στη μικρή αποθήκη του. Ο κακόμοιρος παπουτσής έψαξε ντουλάπες, άνοιξε συρτάρια, σκάλισε τις κούτες του αλλά το μόνο που κατάφερε, ήταν να βρει ένα μικρό κομμάτι από δέρμα που ίσα- ίσα έφθανε για να φτιάξει ένα μόνο ζευγάρι παπούτσια. Ένα ζευγάρι που όταν το πουλούσε τα χρήματα που θα έπαιρνε, μόλις που θα έφθαναν για λίγο φαγητό αλλά δεν θα έμενε τίποτα για να αγοράσει καινούργια υλικά ώστε να συνεχίσει να κατασκευάζει παπούτσια.

Σκέφτηκε με πολύ λύπη ότι αυτό μπορεί να ήταν το τελευταίο ζευγάρι παπουτσιών που θα έφτιαχνε, αφού μετά δεν θα του περίσσευαν καθόλου χρήματα και ίσως αναγκάζονταν να κλείσει το μαγαζί του. Ακόμη κι έτσι όμως, έπρεπε να το κάνει, για να το πουλήσει ώστε να μπορέσει να αγοράσει το φαγητό που χρειάζονταν. 

Ξεκίνησε λοιπόν να κόβει πολύ προσεκτικά το δέρμα που του είχε απομείνει, τόσο προσεκτικά που όταν ήλθε η ώρα να το ράψει, αισθάνθηκε απελπιστικά κουρασμένος.

-«Δεν αντέχω άλλο, θα πάω για ύπνο, κι αύριο μέρα είναι» σκέφτηκε.

Αμέσως, παράτησε πάνω στον πάγκο του, όπως- όπως, τα κομμάτια από το δέρμα, τις βελόνες, τις κλωστές και τα υπόλοιπα εργαλεία. Έκλεισε το μαγαζί, έσβησε τα κεριά κι ανέβηκε στο δωμάτιό τους για να κοιμηθεί.

Το επόμενο πρωί, ξύπνησε έχοντας μεγάλη στεναχώρια από τις σκέψεις που τον βασάνιζαν και κατέβηκε για να τελειώσει το ζευγάρι των παπουτσιών, που ετοίμαζε. Φθάνοντας όμως μπροστά στον πάγκο του, γούρλωσε τα μάτια, νιώθοντας μια τεράστια έκπληξη. Εκεί που είχε αφήσει τα κομμάτια με το δέρμα, τις βελόνες, τις κλωστές και τα εργαλεία του, βρίσκονταν τώρα ένα πανέμορφο ζευγάρι παπούτσια. Ολοκαίνουργιο και τόσο τέλεια φτιαγμένο που όμοιό του, δεν είχε ξαναδεί.

Ο παπουτσής κοίταξε γύρω του κι αναρωτήθηκε ποιός θα μπορούσε να μπει μέσα στο εργαστήρι του, αλλά και ποιος θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα τόσο τέλειο ζευγάρι παπουτσιών. Δεν βρήκε καμία απάντηση, ούτε κι όταν συζήτησε με τη γυναίκα του, το θαύμα που είχε συμβεί.

Μη ξέροντας τι άλλο να σκεφτεί, έβαλε τα παπούτσια στη βιτρίνα για πούλημα και πριν περάσει λίγη ώρα, ένας πλούσιος έμπορος ήλθε και τα αγόρασε πληρώνοντας πολλά περισσότερα από όσα υπολόγιζε. Με τόσα χρήματα μπορούσε τώρα να αγοράσει καινούργιο δέρμα, όχι μόνο για ένα, αλλά για δύο ζευγάρια παπούτσια.

Έτσι έκανε.  Όταν όμως κάθισε ξανά στο εργαστήρι κι έκοψε τέσσερα κομμάτια, αρκετά για να κατασκευαστούν δύο ωραία ζευγάρια παπούτσια, κάτι σκέφτηκε και δεν προχώρησε. Περίμενε να έλθει το βράδυ, άφησε επάνω στον πάγκο όλα τα υλικά όπως ήταν άφτιαχτα κι ανέβηκε για ύπνο.

Την άλλη μέρα, πρωί- πρωί, σηκώθηκε ο παπουτσής και κατέβηκε βιαστικά στο εργαστήρι του. Και τι να δει. Πάνω στον πάγκο, βρίσκονταν δύο πανέμορφα ζευγάρια παπούτσια, τόσο τέλεια φτιαγμένα και καλοραμμένα που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί. Αυτό που είχε σκεφτεί, έγινε πραγματικότητα. Κάποιος είχε φτιάξει παπούτσια με τα υλικά που είχε αφήσει στον πάγκο του.

-«Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο θαυμάσιος τεχνίτης και πως μπορεί να τρυπώνει τη νύχτα στο εργαστήρι μου για να φτιάξει αυτά τα υπέροχα παπούτσια;» αναρωτήθηκε.

Πάλι όμως δεν βρήκε καμία απάντηση κι έβαλε τα δύο ζευγάρια των παπουτσιών στη βιτρίνα για πούλημα. Σε λίγη ώρα, πάλι κάποιοι πλούσιοι άνθρωποι, όχι μόνο αγόρασαν τα παπούτσια, αλλά και τα ακριβοπλήρωσαν.

Έτσι ο παπουτσής, πήγε κι αγόρασε περισσότερο δέρμα, κάθισε πάλι στον πάγκο του, έκοψε κομμάτια για περισσότερα ζευγάρια παπούτσια κι αφού ήταν όλα έτοιμα για ράψιμο, πάλι τα άφησε άφτιαχτα και πήγε για ύπνο. Την άλλη μέρα, το θαύμα επαναλήφθηκε και τα υλικά είχαν μετατραπεί σε ωραιότατα παπούτσια που επίσης ακριβοπουλήθηκαν αμέσως

Έτσι περνούσε ο καιρός. Κάθε βράδυ, ο παπουτσής άφηνε υλικά πάνω στον πάγκο του και κάθε πρωί έβρισκε στη θέση τους, έτοιμα, καλοδουλεμένα, φανταχτερά παπούτσια. Μετά τα έβαζε στη βιτρίνα και τα μοσχοπουλούσε.

Ο παπουτσής έγινε πλέον διάσημος για τα ωραία και γερά παπούτσια που πουλούσε. Τώρα έρχονταν κόσμος στο μαγαζί του όχι μόνο από την πόλη αλλά και από τις γύρω περιοχές. Οι δουλειές του παπουτσή μεγάλωναν, μαζί όμως μεγάλωνε και η περιέργεια του ίδιου και της γυναίκας του, να μάθουν επιτέλους, ποιος ήταν αυτός που τρύπωνε κάθε βράδυ στο εργαστήριο, μόλις αυτοί έπεφταν για ύπνο και τους έφτιαχνε όλα εκείνα τα υπέροχα παπούτσια.

Έχοντας τόσο μεγάλη περιέργεια, δεν άντεξαν. Ένα βράδυ που λέτε, ο παπουτσής και η γυναίκα του, αποφάσισαν να μην κοιμηθούν για να ανακαλύψουν ποιος ήταν αυτός που έφτιαχνε τα παπούτσια. Και μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, σηκώθηκαν κι έσκυψαν κρυφά- κρυφά για να δουν τι θα γίνονταν κάτω στο εργαστήριο τους. Λίγο μετά, άκουσαν ένα τρέξιμο έξω από την κλειστή βιτρίνα τους, ύστερα έναν θόρυβο και ξαφνικά είδαν να γλιστρούν κάτω από την πόρτα του εργαστήριου, δύο μικρά πλασματάκια. Ήταν δύο ξωτικά, τόσο μικρά σχεδόν όσο κάτι μπότες που στέκονταν σε μια άκρη.

Τα δύο ξωτικά αφού πρώτα είδαν προσεκτικά ότι ο χώρος ήταν άδειος, έπνιξαν ένα τσιριχτό γέλιο χαράς, τρίβοντας με ικανοποίηση τις παλάμες τους και ανέβηκαν πάνω στον πάγκο όπου ο παπουτσής είχε αφήσει τα υλικά για τα παπούτσια που ετοίμαζε. Μετά, ξεκρέμασαν κάτι τσάντες από τους ώμους τους, έβγαλαν άλλες βελόνες και άλλα εργαλεία κι αμέσως ξεκίνησαν να ράβουν παπούτσια με τα υλικά που υπήρχαν εκεί.

Τα δύο πλασματάκια δεν σταμάτησαν όλο το βράδυ. Έραβαν κι έφτιαχναν παπούτσια με πολύ τέχνη, με μαγικές κινήσεις και με σιωπηλά χαμόγελα ικανοποίησης. Λίγο πριν ξημερώσει είχαν φτιάξει πολλά και ολοκαίνουργια παπούτσια. Αφού τακτοποίησαν τον χώρο, μάζεψαν τις τσάντες τους κι έφυγαν όπως ακριβώς είχαν έλθει. Γλιστρώντας κάτω από χαραμάδα της εξώπορτας του εργαστήριου.

Ο παπουτσής και η γυναίκα του, ξαγρύπνησαν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Τώρα ήξεραν το μυστικό για τη μεγάλη τύχη τους και δεν είχαν σκοπό να το μαρτυρήσουν σε κανένα. Ήταν όμως καλοί άνθρωποι, με χρυσή καρδιά και καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα σκέφτηκαν ότι έπρεπε να κάνουν από ένα δώρο στα δύο ξωτικά, για να τα ευχαριστήσουν.

-«Θα τους φτιάξω καινούργια ρουχαλάκια» είπε η γυναίκα του παπουτσή.

-«Κι εγώ θα τους φτιάξω από ένα ζευγάρι ζεστά δερμάτινα μποτάκια» συμπλήρωσε ο παπουτσής.

Κι έτσι έκαναν. Παραμονή των Χριστουγέννων, είχαν ετοιμάσει τα καινούργια ρουχαλάκια των ξωτικών, με τα καινούργια μποτάκια τους. Αυτή τη φορά, λίγο πριν νυχτώσει δεν άφησαν πάνω στον πάγκο υλικά για παπούτσια αλλά άφησαν τακτοποιημένα, τα δωράκια για τα ξωτικά, μαζί με δύο δακτυλήθρες γεμάτες κόκκινο κρασί και διάφορα μικροκομμένα μεζεδάκια. Μετά κρύφτηκαν και περίμεναν να έλθουν οι δύο μικροί φίλοι τους.

Πράγματι, μόλις ήλθαν τα μεσάνυχτα άκουσαν πάλι ένα τρέξιμο έξω από την κλειστή βιτρίνα τους, ύστερα πάλι έναν θόρυβο και μετά είδαν πάλι να γλιστρούν κάτω από την πόρτα του εργαστήριου, τα δύο μικρά πλασματάκια. Τα δύο ξωτικά, μόλις ανέβηκαν στον πάγκο, είδαν αμέσως τα δώρα που τους είχαν αφήσει και πέταξαν από τη χαρά τους. Φόρεσαν τα καινούργια ρουχαλάκια τους, ήπιαν από τις δακτυλήθρες το κρασί, έφαγαν όλα τα μεζεδάκια, χόρεψαν και ξαναχόρεψαν και στο τέλος πάλι κάτω από την εξώπορτα, έφυγαν όπως είχαν έλθει.

Όταν πέρασαν τα Χριστούγεννα, ο παπουτσής συνέχισε να αφήνει τα βράδια, δέρματα, κλωστές και άλλα υλικά πάνω στον πάγκο του εργαστήριό του, όμως κάθε πρωί, όλα τα έβρισκε όπως τα άφησε. Κανένα ζευγάρι παπούτσια δεν ήταν φτιαγμένο και τα δύο ξωτικά δεν ξανά φάνηκαν ποτέ.

Πρέπει να ξέρετε βέβαια ότι τα ξωτικά δεν θέλουν να τους βλέπουν οι άνθρωποι. Αυτό το κατάλαβαν κι ο παπουτσής με τη γυναίκα του, κι ούτε τους πείραξε που δεν θα έβλεπαν ξανά, τα δύο ξωτικά. Ήξεραν ότι είναι καλόκαρδα κι αυτό τους ευχαριστούσε. Θα κρατούσαν όμως για πάντα, με μεγάλη χαρά, την ανάμνησή τους.

Όσο για τις δουλειές στο παπουτσάδικο, αυτές πήγαιναν περίφημα. Χάρι στα ξωτικά, ο παπουτσής είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη, είχε μεγάλη πελατεία, δεν προλάβαινε να πουλά παπούτσια και συνέχισε να ράβει ζευγάρια για όλο τον κόσμο. Μπορεί να μην ήταν τόσο καλοραμμένα όσο εκείνα των ξωτικών όμως πάλι ήταν γερά και όμορφα. Άλλωστε αυτή τη λεπτομέρεια δεν την είχε προσέξει κανένας. Μόνο ο παπουτσής και η γυναίκα του το ήξεραν, ούτε την ξέχασαν ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Κι έζησαν χρόνια πολλά…

_________________________

(*) Ο Χρήστος Μπλατσιώτης είναι δημοσιογράφος, Ειδικός Γραμματέας Δ.Σ. του Σωματείου ΑΣΤΕΡΙ και μέλος της ιδρυτικής ομάδας του Μουσείου Υποδήματος Θεσσαλονίκης.